- μυχθισμός
- μυχθισμόςsnortingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυχθισμός — μυχθισμός, ὁ (Α) [μυχθίζω] 1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος 2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα … Dictionary of Greek
μυχθισμοῦ — μυχθισμός snorting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχθισμόν — μυχθισμός snorting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)